ταρατσώνω

ταρατσώνω
Ν [ταράτσα]
1. κατασκευάζω ταράτσα σε οικοδομή
2. καθιστώ ομαλό το έδαφος συμπιέζοντάς το
3. φρ. «τήν ταρατσώνω» — τρώω πολύ και καλά, παραχορταίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταρατσώνω — ταράτσωσα, ταρατσώθηκα, ταρατσωμένος 1. κατασκευάζω ταράτσα: Ταράτσωσε το σπίτι που χτίζει. 2. συμπιέζοντας το χώμα κάνω το έδαφος ομαλό, το ισοπεδώνω: Ο χωματόδρομος ταρατσώθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”